- κειταστός
- κειταστός, -όν (Μ)αυτός που είναι τοποθετημένος, βαλμένος («ἐγκόλπιον... ἔχον ἐντός τίμιον ξύλον και ἅγια λείψανα κειταστά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κείτομαι + κατάλ. -στός, (πρβλ. βια-στός, θαυμα-στός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.